Στίχοι: Πέτρος Μίσκος,
Μουσική: Πέτρος Παρασκευάς,
Πρώτη εκτέλεση: De Facto
Βαρύς χειμώνας έρχεται
μακρύς καιρός κοντεύει
και η ψυχή παρακαλά
το σώμα να νηστεύει
Νύχτα μεγάλη νύχτωσε,
σκοτάδι της αβύσσου
γυρεύει φάρο η καρδιά
το φως του Παραδείσου
Λίγο πριν τη θύελλα
ο άνεμος κοπάζει
μα αν βγει η ψυχή στη θάλασσα
το κύμα την αρπάζει
Τη σέρνει, την τραβολογά
τη ρίχνει μες στα βάθη
κι είναι Θεέ τόσο βαριά
τόσα πολλά τα πάθη
Νύχτωσε νύχτα σκοτεινή
βαρύς είν' ο χειμώνας
μα δένω κόμπους στο σχοινί
και η ευχή κανόνας
Λίγο πριν τη θύελλα
πριν σπάσει η τρικυμία
κάνω ευχή: σώμα ψυχή
να κάνουν συμμαχία
Δεν είναι πράγμα εύκολο
δεν είναι λίγο πράγμα
να' σαι εσύ ο ποταμός
κι εσύ να' σαι το φράγμα
Βαρύς χειμώνας έρχεται
μακρύς καιρός κοντεύει
και η ψυχή να εύχεται
το σώμα να παλεύει
Αναρωτιέσαι μερικές φορές πώς είναι δυνατόν κάποιοι στίχοι να κρύβουν τόσο μεγάλο νόημα σε τόσες λίγες λέξεις. Αφορμή για αυτή τη σκέψη στάθηκε ένα τραγούδι που ναι μεν το γνωρίσαμε αρκετό καιρό πριν, εν τούτοις όμως, συνεχίζει να μας εμπνέει και να μας προβληματίζει. Ο λόγος για το «Μακρύς καιρός κοντεύει» των De Facto.
Πόλεμοι, πείνα, εξαθλίωση, μόλυνση του περιβάλλοντος, αποξένωση, εκμετάλλευση και μοναξιά. Σημεία των καιρών. Ζοφερές εικόνες σαν το κρύο του βαρύ χειμώνα. Ένα κρύο που αρχίζει να περιβάλλει και τις καρδιές μας, αν και αυτές έχουν φτιαχτεί μόνο για θερμά αισθήματα.
Παρόλο που ο χειμώνας είναι δριμύς, έρχεται μια υπόσχεση: «Μακρύς καιρός κοντεύει». Αιώνιος καιρός θα λέγαμε. Μια αιωνιότητα γεμάτη από αντίθετες έννοιες από αυτές που περιγράψαμε παραπάνω. Για όσους το επιλέξουν.
Είναι τρομακτικό να ξέρεις ότι δεν υπάρχει τέλος. Ειδικά αν η κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι, μόνο ευχάριστη δεν είναι. Γι’ αυτό «η ψυχή παρακαλά το σώμα να νηστεύει», να μαθαίνει στα λίγα για να κερδίσει τα περισσότερα. Να συνηθίσει στην έννοια της αποκοπής του θελήματός της, όταν αυτό δεν έχει τη σφραγίδα του Δημιουργού, αλλά είναι γεμάτο προσμείξεις.
Η μέρα αποχαιρετά. «Νύχτα μεγάλη νύχτωσε, σκοτάδι της αβύσσου». Γιατί να είναι κακό το βράδυ; Το σημαντικότερο πλεονέκτημά του είναι ότι δεν σε βλέπουν. Κρύβεσαι πίσω από τη μάσκα που έχεις καταφέρει να πλασάρεις στους γύρω σου και συνεχίζεις αμέριμνος και βολεμένος. Πού καιρός για αποκαλύψεις και αλλαγές; Και τι τις χρειάζεται κανείς αυτές, τη στιγμή που περνά καλύτερα στο ημίφως; Αν δημιουργηθεί η ανάγκη για φως, υπάρχει η δυνατότητα του τεχνητού. Και όλα φτιάχνονται.
Μα, μια ακτίνα, ένα αλλιώτικο φως που τρεμοπαίζει και αχνοφαίνεται ανά διαστήματα, σα να προέρχεται από ένα φάρο, θυμίζει εποχές που οι ακτίνες του Ήλιου έκαναν τα πάντα να μοιάζουν τόσο αληθινά και φυσικά! Τι όμορφη αίσθηση! Ξεχασμένη! Το μειδίαμα των ανθρώπων ήταν τρανταχτό γέλιο και στα μάτια τους ήταν ζωγραφισμένη η σοφία. Όχι εκείνη που αποκτιέται με την ανάγνωση τόμων βιβλίων και την απόκτηση μεταπτυχιακών τίτλων, αλλά η μία και μοναδική Σοφία που αποκτιέται μέσα από την αλληλεπίδραση των ανθρώπων και την διάθεση να κοπιάσουν για να εισπράξουν… τη χαρά ότι κόπιασαν. Και το αποτέλεσμα έρχεται μόνο του.
Τελικά, τι γυρεύει η καρδιά μέσα στο σκοτάδι; Από τη μια μεριά να αντικρίζει έρεβος και από την άλλη την πρό(σ)κληση να δώσει τέλος στην τύφλωση. Μαγνητισμένη από την ευκαιρία που της δίνεται, και με τη γνώση του παρελθόντος να τη συνοδεύει, «γυρεύει φάρο η καρδιά το Φως του Παραδείσου» που τόσο άδοξα έχασε.
Η συνειδητοποίηση του κενού της ψυχής μας είναι το πρώτο βήμα. «Ο άνεμος» που μας είχε αναστατώσει πρωτύτερα, «κοπάζει». Νιώθουμε πιο γαλήνιοι και έτοιμοι να ριχτούμε στον αγώνα. Βλέπουμε πιο καθαρά. Κάτι μας ταρακούνησε. Ένας λόγος, μια εικόνα, μια συμπεριφορά, ένα χάδι. Τώρα φαντάζει πιο όμορφη η ζωή, πιο σταθερή. Όλα αυτά όμως, «λίγο πριν τη θύελλα». Μια στιγμή πριν αισθανθούμε τόσο σίγουροι και έτοιμοι να αφήσουμε την ψυχή μας να περπατήσει στα παλιά λημέρια. Να βιώσει και να αισθανθεί ξανά πράγματα που την είχαν συνεπάρει, με την ελπίδα να τα δει από μια άλλη σκοπιά, πιο δυναμική.
«Μ’ αν βγει η ψυχή στη θάλασσα, το κύμα την αρπάζει». Περιμένει στη γωνία εκείνος που προδώθηκε από την απόφασή μας για επαναπροσδιορισμό μας. Θέλει να μας ξανακερδίσει. Κι αυτή την έρμη την ψυχή «τη σέρνει, την τραβολογά, τη ρίχνει μες στα βάθη». Και πώς αυτή να κρατηθεί στην επιφάνεια; «Είναι Θεέ τόσο βαριά, τόσα πολλά τα πάθη»!
Η απόφαση όμως πάρθηκε. Τα βήματα πηγαίνουν από μόνα τους. Η βαριά πόρτα ανοίγει και μια γνώριμη μορφή περιμένει και αγωνιά. «Αν η κατάρα φέρει ευχή, γεννάει ευλογία»[1]. Το θολό ποτάμι ξεχύνεται, τα μάτια χαμηλώνουν και το σκυφτό σώμα δηλώνει την επιθυμία για μια νέα αρχή. Οτιδήποτε περιττό, έφυγε. Χάθηκε. Τώρα άναψε η φλόγα για «να μη φοβάται η ψυχή σκοτάδι, τρικυμία».
Στην έξοδο όμως, το μαύρο χρώμα και το κρύο κυριαρχούν. «Νύχτωσε νύχτα σκοτεινή, βαρύς είν’ ο χειμώνας». Ο άνεμος χτυπά τα παραθυρόφυλλα. το χιόνι φωλιάζει στον κήπο, η βροχή γλύφει την εξώπορτα «μα, δένω κόμπους στο σχοινί και η ευχή κανόνας»[2]. Κάτι έχει αλλάξει σε σχέση με την προηγούμενη βαρυχειμωνιά. Σαν να στοιβάχτηκαν πολύτιμα εφόδια που ήρθε ο καιρός τους για να χρησιμοποιηθούν. Εφόδια που δεν σκουριάζουν, δεν παλιώνουν και δεν εξαντλούνται[3].
Κι η θύελλα είναι πάλι έτοιμη να ξεσπάσει, μα δεν θα βρει ένα θύμα σε εμφύλιο πόλεμο με τον ίδιο του τον εαυτό. «Κάνω ευχή σώμα ψυχή να κάνουν συμμαχία»[4]. Θέλω και τα δύο να είναι πρόθυμα. Να διώξουν όποια ασθένεια τα βασανίζει και να ριχτούν στη μάχη. Κι ας είναι πιο γλυκιά η λιποταξία. Κι ας υπόσχεται περισσότερα, φαινομενικά.
Οι Σειρήνες ζωντανεύουν και αρχίζουν το γλυκό τους τραγούδι. Η ψυχή δένεται στο κατάρτι. Σφαλίζει αυτιά και μάτια. Κλείνει τις διεξόδους. Γίνεται φράγμα που φράζει την ίδια της την επιθυμία. Πράγμα απαιτητικό και κόντρα στο ρεύμα[5]. «Δεν είναι πράγμα εύκολο, δεν είναι λίγο πράγμα να΄ σαι εσύ ο ποταμός κι εσύ να’ σαι το φράγμα». Μα, χρειάζεται! Για να νικήσεις τον «βαρύ χειμώνα» που «έρχεται» και να κερδίσεις το «μακρύ καιρό» που «κοντεύει»[6].
Μακάρι να δομούμε συνεχώς με τέτοιο τρόπο την ψυχή μας, ώστε να επιζητά «να εύχεται το σώμα να παλεύει» και να είμαστε άξιοι μέσα στην αναξιότητά μας να βιώνουμε το «μακρύ καιρό» ακόμη και μέσα σε «βαρύ χειμώνα»[7].
___________________
[1] «Η γαρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εις σωτηρίαν αμεταμέλητον κατεργάζεται, η δε του κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται» (Β’ Κορ. ζ’, 10)
[2] «Πας γαρ ος επικαλέσηται το όνομα Κυρίου σωθήσεται» (Ρωμ. ι’, 13)
[3] «Τα γαρ όπλα της στρατείας ημών ού σαρκικά, αλλά δυνατά τω Θεώ προς καθαίρεσιν οχυρωμάτων λογισμούς καθαιρούντες και παν ύψωμα επαιρόμενον κατά της γνώσεως του Θεού, και αιχμαλωτίζοντες παν νόημα εις την υπακοήν του Χριστού» (Β’ Κορ. ι’, 4-5)
[4] «η γαρ σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος, το δε πνεύμα κατά της σαρκός. Ταύτα δε αντίκειται αλλήλοις, ίνα μη α αν θέλητε ταύτα ποιήτε.» (Γαλ. ε’, 17)
[5] «Η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» (Β’ Κορ. ιβ’, 9)
[6] «το δε καλόν ποιούντες μη εκκάκωμεν. Καιρώ γαρ ιδίω θερίσομεν μη εκλυόμενοι» (Γαλ. στ’, 9)
[7] «ο Θεός… ουκ εάσει υμάς πειρασθήναι υπέρ ό δύνασθε αλλά ποιήσει συν τω πειρασμώ και την έκβασιν του δύνασθαι υμάς υπενεγκείν» (Α’ Κορ. ι’, 13)