Κυριακή 23 Μαρτίου 2008

Το θρησκευτικό συναίσθημα στην Επανάσταση του 1821


Η έναρξη της Επανάστασης του 1821 δεν αποφασίστηκε να ξεσπάσει μια οποιαδήποτε ημέρα. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε πάρει ήδη από το 1820 γράμματα από τον Υψηλάντη, με τα οποία εκείνος τον πληροφορούσε ότι η ημέρα του ξεσηκωμού θα ήταν η 25η Μαρτίου. Αναφέρει ο γέρος του Μοριά: «… εις τα ’20 με ήλθαν γράμματα από τον Υψηλάντη δια να είμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι δικοί μας. 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως». Και από εκείνη την στιγμή μέχρι τον Μάρτη ο Κολοκοτρώνης, πιστός στον μεγάλο αρχηγό, πραγματικά μηνούσε σ’ όλον τον Μοριά «…την ημέραν του Ευαγγελισμού να είναι έτοιμοι, και κάθε επαρχία να κινηθή». Έτσι, η 25η Μαρτίου 1821 έγινε από τότε, για όλους τους ραγιάδες, η προσδιορισμένη ημέρα.

Γι’ αυτό και στην σύσκεψη της Βοστίτσας αυτή η ημερομηνία ανακοινώθηκε από τον Παπαφλέσσα ως η ημερομηνία για τον ξεσηκωμό, αυτή και στην σύσκεψη των οπλαρχηγών της Ρούμελης, στην Λευκάδα. Έτσι, παρά το ότι στην Μολδοβλαχία είχε κηρυχθεί η επανάσταση από τον Υψηλάντη ήδη από τις 24 του Φλεβάρη, στον Μοριά και στη Ρούμελη ο Κολοκοτρώνης και όλοι οι άλλοι καπεταναίοι περίμεναν υπομονετικά να έρθει η 25η του Μάρτη για να συνδυαστεί ο πνευματικός ευαγγελισμός με τον εθνικό. Τους πρόλαβαν όμως τα γεγονότα, και τελικά η επανάσταση ξεκίνησε δυο τρεις μέρες νωρίτερα από την «προσδορισμένην» και γεμάτη συμβολισμούς ημέρα.

Οι Έλληνες έδωσαν τη μεγάλη υπόσχεση να πεθάνουν «για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδας την Ελευθερία». Κυριότερη αιτία του μεγάλου αυτού ενθουσιασμού ήταν το θρησκευτικό τους συναίσθημα. Ο λαός μας, για πάρα πολλά χρόνια, δεν γνώριζε τι είναι η ελευθερία. Επομένως, η έννοια της ελευθερίας για αυτόν σήμαινε απαλλαγή από τις καταπιέσεις, τις αυθαιρεσίες των αρχόντων του και από τους υπέρογκους φόρους, πράγματα τα οποία μπορούσε να τα απολαύσει και χωρίς επανάσταση, αφού ήδη σε κάποια μέρη είχαν αρχίσει να παραχωρούνται τέτοια προνόμια.

Ο Έλληνας όμως, διψούσε για άλλα πράγματα κυρίως. Ποθούσε να μπορεί να λατρεύει το Θεό ελεύθερα, να κατασκευάζει ναούς, να υψώνει καμπαναριά, να στήνει το σταυρό του Χριστού στις εκκλησιές, όπως ήταν υψωμένη η ημισέληνος στους μιναρέδες. Και όλα αυτά μόνο με Επανάσταση μπορούσαν να κατακτηθούν. Γι’ αυτό και η Εκκλησία από πολύ νωρίς ευλόγησε και ενίσχυσε τον αγώνα αυτόν του Γένους μας.

Τα μοναστήρια λειτούργησαν σαν κέντρα παιδείας και επανάστασης. Εκεί και στις απόμακρες εκκλησιές, όσοι ιερείς γνώριζαν γράμματα, αλλά περισσότερο μοναχοί, οι λεγόμενοι Καλογεροδάσκαλοι, μόλις βράδιαζε, μάζευαν στοργικά όσα Ελληνόπουλα ήθελαν να μορφωθούν και τα δίδασκαν ακούραστοι. Μετέδιδαν τη φλόγα της Πίστεως στο Σωτήρα Χριστό και την αγάπη για τη σταυρωμένη Πατρίδα, μαζί με τη λαχτάρα για την απελευθέρωση. Όλα ανιδιοτελώς.



Ως αναγνωστικά βιβλία χρησιμοποιούνταν τα ιερά βιβλία της Εκκλησίας, όπως το Ψαλτήριο, η Οκτώηχος και τα Συναξάρια των Αγίων αλλά και κείμενα αρχαίων Ελλήνων διανοητών. Σε ένα μοναστήρι, στις τελευταίες σελίδες ενός Συναξαρίου, είχε βρεθεί πριν μερικά χρόνια γραμμένη ορθογραφία που ήταν απόσπασμα από το βίο κάποιου αγίου και ήταν διορθωμένη από τον Καλογεροδάσκαλο.

Χώροι κρυφού σχολειού υπάρχουν σε μοναστήρια της Νήσου των Ιωαννίνων, στην Αρναία Χαλκιδικής, στην Μονή Πεντέλης, στη Δημητσάνα Αρκαδίας και αλλού. Μαρτυρίες για την ύπαρξη κρυφών σχολειών υπάρχουν μέχρι και το 1912 στις περιοχές της Ηπείρου και της Μακεδονίας, οπότε και ο ελληνικός στρατός τις απελευθέρωσε κατά τους Βαλκανικούς πολέμους.


Σχετικά με τη συμβολή του κλήρου, μια αναφορά στην ποσοστιαία σύνθεση της Φιλικής Εταιρείας δίνει τα στοιχεία: Κληρικοί 9,5%, Αγρότες 6% και Πρόκριτοι 11,7%. Αν οι Αρχιερείς εξ άλλου δεν περιέβαλλαν με την αγάπη τους τo έργο της Φιλικής, πολλά πράγματα μπορούσαν να ανατραπούν. Επιπλέον, κατά τον Γάλλο πρόξενο Πουκεβίλ, οι κληρικοί-θύματα του Αγώνα ανέρχονται συνολικά σε 6.000, ενώ οι Νεομάρτυρες, όσοι άνθρωποι δηλαδή, μαρτύρησαν κυρίως για την πίστη τους, κατάφεραν να συγκαταλεχθούν στη χορεία των αγίων μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: